- μελιτοεξαγωγή
- η1. το μάζεμα του μελιού από τις κηρήθρες.2. η εποχή του μαζέματος του μελιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μελιτοεξαγωγή — η 1. η εξαγωγή τού μελιού από τις κηρήθρες 2. η συγκομιδή τού μελιού, ο τρυγητός τών μελισσιών 3. η εποχή τής συγκομιδής τού μελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + εξαγωγή] … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek